- κατακεράννυμι
- κατακεράννυμι και κατακερανύω AMαναμιγνύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κεράννυμι «αναμιγνύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάκρασις — κατάκρασις, ἡ (Α) [κατακεράννυμι] 1. η ανάμιξη 2. ο πολλαπλασιασμός, η αναπαραγωγή … Dictionary of Greek
κατακέρασις — κατακέρασις, άσεως, ἡ (Α) [κατακεράννυμι] ανάμιξη … Dictionary of Greek
κατακίρνημι — (Α) (ποιητ. τ.) βλ. κατακεράννυμι … Dictionary of Greek
κατακεραστικός — κατακεραστικός, ή, όν (AM) [κατακεράννυμι] κατάλληλος για μίξη … Dictionary of Greek
κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον … Dictionary of Greek
συγκατακεράννυμι — Α αναμιγνύω εκ παραλλήλου, αναμιγνύω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατακεράννυμι «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek